καταπέπλυται

καταπέπλυται
καταπλύνω
drench
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπλύνω — (Α) 1. πλένω κάτι με νερό, καταβρέχω 2. αποβάλλω κάτι με το πλύσιμο, αποπλύνω, ξεπλένω 3. μτφ. (για γεγονότα) λησμονιέμαι, ξεθωριάζω («τὸ πρᾱγμα καταπέπλυται» η υπόθεση λησμονήθηκε και εξαφανίστηκε, Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”